ἐπιχειρηματικά

ἐπιχειρηματικά
ἐπιχειρηματικός
tentative
neut nom/voc/acc pl
ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός
tentative
fem nom/voc/acc dual
ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός
tentative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχειρηματικάς — ἐπιχειρηματικά̱ς , ἐπιχειρηματικός tentative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • επιλογή, επαγγελματική — Διαδικασία, με σκοπό την κατάληψη ορισμένου αριθμού κενών θέσεων εργασίας από διαγωνιζόμενους κατά τεκμήριο ικανότερους, λόγω των συνολικών ατομικών προσόντων τους, και τον αποκλεισμό εκείνων που είτε είναι υπεράριθμοι είτε δεν κρίνονται ικανοί… …   Dictionary of Greek

  • ΙΝΚΑ — (Ινστιτούτο Καταναλωτών). Οργάνωση δίκτυο ενώσεων καταναλωτών, η οποία, σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει «αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση, εκπροσώπηση και προστασία του καταναλωτή, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες ή επιχειρηματικά συμφέροντα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”